- κλουβιαίνω
- βλ. κλουβιάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλουβιαίνω — κλουβιαίνω, κλούβιανα βλ. πίν. 44 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κλουβιάζω — και κλουβιαίνω [κλούβιος] 1. (για τα αβγά) γίνομαι κλούβιος ή μπαγιάτικος, χαλώ («πέταξα πέντε αβγά γιατί κλούβιασαν») 2. καθιστώ κάποιαν ή κάτι κλούβιο 3. γίνομαι ανόητος, μωραίνω («γέρασε και κλούβιανε») 4. μέσ. κλουβιάζομαι (για τα πτηνά)… … Dictionary of Greek
κλουβιάζω — και κλουβιαίνω κλούβιασα και κλούβιανα, κλουβιασμένος 1. λέγεται για τα αβγά και σημαίνει γίνομαι κλούβιος, μπαγιατίζω, χαλνώ: Κλούβιασαν τ αβγά. 2. κάνω κάτι να γίνει κλούβιο: Του κλούβιανε το μυαλό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυραίνω — φύρανα, φυραμένος 1. αμτβ., γίνομαι φυρός (βλ. λ.), μειώνομαι σε όγκο ή βάρος (ή και στα δύο), παθαίνω φύρα. 2. ζαρώνω, μαζεύω, γίνομαι μικρότερος ή λιγότερος (από την επίδραση ιδίως της θερμότητας), μπαίνω: Φύρανε η πόρτα. 3. γίνομαι ανόητος,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυρομυαλίζω — φυρομυάλισα, και φυρομυαλιάζω φυρομυάλιασα, αμτβ., είμαι ή γίνομαι φυρόμυαλος, καταντώ να έχω λειψά τα μυαλά μου, κλουβιαίνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)